- συκίζω
- σῡκ-ίζω,A fatten with figs, in [voice] Pass., AP9.487 (Pall.); cf. συκόομαι.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συκίζω — Α [σῡκον] (κυρίως το παθ.) συκίζομαι τρέφομαι με σύκα («βρώματά μοι χοίρων συκιζομένων», Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek
συκιζομένων — σῡκιζομένων , συκίζω fatten with figs pres part mp fem gen pl σῡκιζομένων , συκίζω fatten with figs pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)